ἀπαρθένευτος

Revision as of 18:06, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, A unmaidenly, unfitting a maiden, E.Ph.1739 (lyr.), neuter plural as adverb, cf. Id.IA993. II deflowered, Sch. Theoc. 2.41. III virginal (as if from παρθενεύω, = κορεύω), S.Fr.304, Carm.Pop.8.

Spanish (DGE)

-ον
1 virginal S.Fr.304, ῥυθμός Carm.Pop.5b.3.
2 impropio de una doncella ἀπαρθένευτα μὲν τάδ' E.IA 993
neutr. plu. como adv. ἀ. ἀλωμένα errante cual no debe una doncella E.Ph.1739.

German (Pape)

[Seite 280] 1) einer Jungfrau nicht ziemend, unjungfräulich, ἀπαρθένευτα ἀλᾶσθαι Eur. Phoen. 1729; I. A. 993. – 2) jungfräulich, Soph. frg. 287.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne convient pas à une jeune fille;
2 qui n’a pas perdu sa virginité.
Étymologie: , παρθενεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαρθένευτος: не девичий: ἀπαρθένευτα ἀλᾶσθαι Eur. странствовать так, как не пристало девушке.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρθένευτος: -ον, ἀπρεπὴς εἰς παρθένον, ἀνάρμοστος παρθένῳ, Εὐρ. Φοίν. 1740, κατ’ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., πρβλ. τοῦ αὐτ. Ι. Α. 993, Ἀθήν. 622D (Bgk. Λυρ. σ. 879). ΙΙ. (α ἀθροιστ.) μὴ διαπαρθενευθεῖσα (κόρη), παρθενική, Σοφ. Ἀποσπ. 287.

Greek Monolingual

(I)
ἀπαρθένευτος, -ον (Α)
ανάρμοστος σε παρθένα.
(II)
ἀπαρθένευτος, -ον (Α)
παρθενικός.

Greek Monotonic

ἀπαρθένευτος: -ον (παρθενεύω), αυτός που δεν πρέπει σε παρθένα γυναίκα, ανάρμοστος για παρθένα, σε Ευρ.· στο ουδ. πληθ. ως επίρρ.

Middle Liddell

παρθενεύω
unmaidenly, unfitting a maiden, Eur., in neut. pl. as adv.

English (Woodhouse)

unmaidenly