ἀπαρθένευτος

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρθένευτος Medium diacritics: ἀπαρθένευτος Low diacritics: απαρθένευτος Capitals: ΑΠΑΡΘΕΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: aparthéneutos Transliteration B: apartheneutos Transliteration C: apartheneftos Beta Code: a)parqe/neutos

English (LSJ)

ἀπαρθένευτον,
A unmaidenly, unfitting a maiden, E.Ph.1739 (lyr.), neuter plural as adverb, cf. Id.IA993.
II deflowered, Sch. Theoc. 2.41.
III virginal (as if from παρθενεύω, = κορεύω), S.Fr.304, Carm.Pop.8.

Spanish (DGE)

-ον
1 virginal S.Fr.304, ῥυθμός Carm.Pop.5b.3.
2 impropio de una doncella ἀπαρθένευτα μὲν τάδ' E.IA 993
neutr. plu. como adv. ἀ. ἀλωμένα errante cual no debe una doncella E.Ph.1739.

German (Pape)

[Seite 280] 1) einer Jungfrau nicht ziemend, unjungfräulich, ἀπαρθένευτα ἀλᾶσθαι Eur. Phoen. 1729; I. A. 993. – 2) jungfräulich, Soph. frg. 287.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne convient pas à une jeune fille;
2 qui n'a pas perdu sa virginité.
Étymologie: , παρθενεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαρθένευτος: не девичий: ἀπαρθένευτα ἀλᾶσθαι Eur. странствовать так, как не пристало девушке.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρθένευτος: -ον, ἀπρεπὴς εἰς παρθένον, ἀνάρμοστος παρθένῳ, Εὐρ. Φοίν. 1740, κατ’ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., πρβλ. τοῦ αὐτ. Ι. Α. 993, Ἀθήν. 622D (Bgk. Λυρ. σ. 879). ΙΙ. (α ἀθροιστ.) μὴ διαπαρθενευθεῖσα (κόρη), παρθενική, Σοφ. Ἀποσπ. 287.

Greek Monolingual

(I)
ἀπαρθένευτος, -ον (Α)
ανάρμοστος σε παρθένα.
(II)
ἀπαρθένευτος, -ον (Α)
παρθενικός.

Greek Monotonic

ἀπαρθένευτος: -ον (παρθενεύω), αυτός που δεν πρέπει σε παρθένα γυναίκα, ανάρμοστος για παρθένα, σε Ευρ.· στο ουδ. πληθ. ως επίρρ.

Middle Liddell

παρθενεύω
unmaidenly, unfitting a maiden, Eur., in neut. pl. as adv.

English (Woodhouse)

unmaidenly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)