ἀπαρθένευτος
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ἀπαρθένευτον,
A unmaidenly, unfitting a maiden, E.Ph.1739 (lyr.), neuter plural as adverb, cf. Id.IA993.
II deflowered, Sch. Theoc. 2.41.
III virginal (as if from παρθενεύω, = κορεύω), S.Fr.304, Carm.Pop.8.
Spanish (DGE)
-ον
1 virginal S.Fr.304, ῥυθμός Carm.Pop.5b.3.
2 impropio de una doncella ἀπαρθένευτα μὲν τάδ' E.IA 993
•neutr. plu. como adv. ἀ. ἀλωμένα errante cual no debe una doncella E.Ph.1739.
German (Pape)
[Seite 280] 1) einer Jungfrau nicht ziemend, unjungfräulich, ἀπαρθένευτα ἀλᾶσθαι Eur. Phoen. 1729; I. A. 993. – 2) jungfräulich, Soph. frg. 287.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne convient pas à une jeune fille;
2 qui n'a pas perdu sa virginité.
Étymologie: ἀ, παρθενεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρθένευτος: не девичий: ἀπαρθένευτα ἀλᾶσθαι Eur. странствовать так, как не пристало девушке.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρθένευτος: -ον, ἀπρεπὴς εἰς παρθένον, ἀνάρμοστος παρθένῳ, Εὐρ. Φοίν. 1740, κατ’ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., πρβλ. τοῦ αὐτ. Ι. Α. 993, Ἀθήν. 622D (Bgk. Λυρ. σ. 879). ΙΙ. (α ἀθροιστ.) μὴ διαπαρθενευθεῖσα (κόρη), παρθενική, Σοφ. Ἀποσπ. 287.
Greek Monolingual
(I)
ἀπαρθένευτος, -ον (Α)
ανάρμοστος σε παρθένα.
(II)
ἀπαρθένευτος, -ον (Α)
παρθενικός.
Greek Monotonic
ἀπαρθένευτος: -ον (παρθενεύω), αυτός που δεν πρέπει σε παρθένα γυναίκα, ανάρμοστος για παρθένα, σε Ευρ.· στο ουδ. πληθ. ως επίρρ.
Middle Liddell
παρθενεύω
unmaidenly, unfitting a maiden, Eur., in neut. pl. as adv.