ἀφιππάζομαι

Revision as of 18:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

aor.-ασάμην Hld.7.29, etc.:—ride off or away, Plb. 29.6.18, Str.7.2.1, J.AJ14.13.5, Plu.Aem.19, Luc.Tox.50.

Spanish (DGE)

irse a caballo c. rég. prep. εἰς πόλιν Plb.29.18.1, Plu.Aem.19, εἰς Σελεύκιαν I.AI 18.49, ἐς τὴν Σκυθίαν Luc.Tox.50, ἐπὶ τὰ Λοκρῶν ὄρη Hld.4.18.1, ὡς τὸν Ὀροονδάτην Hld.7.29.2, sin rég. φησὶ γὰρ τοὺς ἱππέας ... ἀφιππάσασθαι Str.7.2.1, ἐκεῖνοι γὰρ ἔμελλον ῥᾳδίως ἀφιππάζεσθαι Polyaen.6.38.9, cf. I.AI 14.345.

German (Pape)

[Seite 412] davon reiten, aor. med., pol. 29, 6; Plut. Alex. 30; Luc. Tox. 50.

French (Bailly abrégé)

f. ἀφιππάσομαι, ao. ἀφιππασάμην;
s'éloigner à cheval.
Étymologie: ἀπό, ἱππάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφιππάζομαι: уезжать верхом (на лошади) Polyb., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφιππάζομαι: ἀόρ. -ασάμην Ἡλιόδ. 7. 29. Ἀποθ. ― Ἀφιππεύω, ἀπέρχομαι ἔφιππος, Πολύβ. 29. 6, 16, Πλουτ. Αἰμίλ. 19.

Greek Monolingual

ἀφιππάζομαι (Α) ιππάζομαι
φεύγω έφιππος.

Greek Monotonic

ἀφιππάζομαι: αποθ., απομακρύνομαι ή φεύγω έφιππος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Dep. to ride off or away, Plut.