ἐκδεσμεύω

Revision as of 19:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

make binding, secure, τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.

Spanish (DGE)

atar, uncir en v. pas. (ἴυγξ) ἐκδεσμεύεται ἐκ τοῦ τροχοῦ Sch.Pi.P.4.381a
fig. afianzar, asegurar τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.

German (Pape)

[Seite 756] anbinden; übertr., τὴν πίστιν εἰς ἀλλήλους Pol. 3, 33, 8.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδεσμεύω: связывать: ἐ. την πίστιν εἰς ἀλλήλους Polyb. поклясться во взаимной верности.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδεσμεύω: συνδέω, ἐκδεσμεύων τὴν ἑκατέραν πίστιν εἰς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 33, 8.

Greek Monolingual

ἐκδεσμεύω (Α)
1. συνδέω, προσδένω
2. εξασφαλίζω.