ἐκχύτης

Revision as of 19:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, A spendthrift, Luc.Vit. Auct.24. 2 drain, Gloss.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 derrochón, manirroto op. περιεκτικός Luc.Vit.Auct.24, cf. ἐκχυμενίτας.
2 desagüe, Gloss.2.293.

German (Pape)

[Seite 788] ὁ, der Ausgießer. Verschwender, Luc. Vit. auct. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
prodigue.
Étymologie: ἐκχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκχύτης: ου ὁ расточитель, мот Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχύτης: ῠ, ου, ὁ, ὁ ἐκχέων, καταναλίσκων τὴν οὐσίαν, χρηματοφθορικός, «ἐξοδευτής», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιεκτικός, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 24.

Greek Monolingual

ἐκχύτης, ο (Α)
1. σπάταλος, άσωτος
2. οχετός, διώρυγα.

Greek Monotonic

ἐκχύτης: [ῠ], -ου, ὁ (ἐκχέω), άσωτος, αυτός που διασπαθίζει, σπαταλά, κατατρώγει, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐκχῠ́της, ου, ἐκχέω
a spendthrift, Luc.