ἐννοσίφυλλος
English (LSJ)
[ῐ], ον, = εἰνοσίφυλλος, Ep. for ἐνοσιφ-: ἀήτα Simon. 41.
German (Pape)
[Seite 848] p. = ἐνοσίφυλλος, blätterschüttelnd, vom Winde, Simonides bei Plut. Symp. 8, 3, 4; vgl. εἰνοσίφυλλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐννοσίφυλλος: колеблющий листву (ἄνεμοι Simonides ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐννοσίφυλλος: -ον, = εἰνοσίφυλλος, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίφ-: ἐν Σιμωνίδ. 41 18 ἔκδ. Brg, ἐπὶ θυέλλης, ἥτις κάμνει τὰ φύλλα νὰ σείωνται.
Greek Monolingual
ἐννοσίφυλλος, -ον (Α)
επικ. τ. αντί ενοσίφυλλος, εινοσίφυλλος
(για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + φύλλον.