ἐπικοιτάζομαι

Revision as of 19:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

pass the night, Arist.HA599a30.

German (Pape)

[Seite 951] = Folgdm, ἐν τόποις, Arist. H. A. 8, 14.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικοιτάζομαι: проводить ночь, ночевать (ἐν τόποις, τισί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικοιτάζομαι: Ἀποθ., διέρχομαι τὴν νύκτα, κοιμῶμαι, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2.

Greek Monolingual

ἐπικοιτάζομαι (Α)
(αποθ.) κοιμάμαι, περνώ τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κοιτάζομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»].