ἐπεγκάπτω

Revision as of 19:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

eat up besides, gulp down, Ar.Eq.493.

German (Pape)

[Seite 908] noch dazu verschlucken, Ar. Equ. 493.

French (Bailly abrégé)

avaler par-dessus.
Étymologie: ἐπί, ἐγκάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεγκάπτω: (еще, также) проглатывать: ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί Arph. возьми и проглоти это.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεγκάπτω: χάπτω, καταπίνω, ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί Ἀριστοφ. Ἱππ. 493.

Greek Monolingual

(Α)
καταβροχθίζω επί πλέον, καταπίνω, χάφτω («ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί», Αριστοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκάπτω «καταβροχθίζω»].

Greek Monotonic

ἐπεγκάπτω: μέλ. -ψω, αρπάζω επιπλέον, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
to snap up besides, Ar.