ἐπιληΐς

Revision as of 19:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, λείἀ obtained as booty or plunder, gained in war, πόλεις X.HG3.2.23.

German (Pape)

[Seite 958] ίδος, (als Beute) erobert, πόλις Xen. Hell. 3, 2, 23.

French (Bailly abrégé)

ΐδος
adj. f.
conquise comme butin, càd par le droit de la guerre.
Étymologie: ἐπί, λεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιληΐς: ΐδος adj. f добытый на войне, захваченный (πόλεις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιληΐς: ΐδος, ἡ, (λεία) ἡ ληφθείσα ὡς λεία ἢ λάφυρον, κτηθεῖσα ἐν πολέμῳ, ἐπιληΐδας γὰρ ἔχοιεν τὰς πόλεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.

Greek Monotonic

ἐπιληΐς: -ΐδος, ἡ (λεία), αυτή που έχει ληφθεί ως λεία, που έχει κατακτηθεί ως λάφυρο, σε Ξεν.