ἐπισφάλεια

Revision as of 19:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, precariousness, τῆς τύχης Plb.38.21.3.

German (Pape)

[Seite 988] ἡ, das Trügerische, die Unbeständigkeit, τῆς τύχης, Pol. exc. Vat. p. 459.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισφάλεια: (ᾰ) ἡ ненадежность, непрочность (τῆς τύχης Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφάλεια: ἡ, τὸ ἐπισφαλές, ἡ ἀβεβαιότης, Πολυβ. Ἀποσπ. Βατικ. σ. 459.

Greek Monolingual

ἐπισφάλεια, ἡ (Α) επισφαλές
αβεβαιότητα, αστάθεια, επικίνδυνη κατάστασηπρόχειρον ἔχειν ἐν ταῖς ἐπιτυχίαις τὴν τῆς τύχης ἐπισφάλειαν», Πολ.).