ἐφοδευτικῶς

Revision as of 20:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Adv. by tracing an argument, advancing to a conclusion, S.E. M.8.308, P.2.142.

German (Pape)

[Seite 1121] bei Sext. Emp. adv. math. 8, 307, οὐ μόνον ἐφοδ., ἀλλὰ καὶ ἐκκαλυπτικῶς ἄγουσιν ἡμᾶς ἐπὶ τὸ συμπέρασμα, nicht auf künstliche, versteckte Weise. Vgl. ἔφοδος.

Russian (Dvoretsky)

ἐφοδευτικῶς: путем умозаключения, в порядке вывода Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφοδευτικῶς: ἐπιτροχάδην, ὡς ἐν παρόδῳ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 308.

Greek Monolingual

ἐφοδευτικώς (Α)
επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο εφοδευτικός (< εφοδευτής)].