ἐπικριτής

Revision as of 20:03, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A adjudicator, arbiter, τῶν λεγομένων Plb.14.3.7. II. in Egypt, examining magistrate (cf. ἐπίκρισις ΙΙ), PFay.27.3 (ii A.D.), PTeb.320.2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 953] ὁ, Beurtheiler, Bestätiger, Pol. 14, 3, 7.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικρῐτής: ου ὁ судья, арбитр Polyb.
разрешимый (διαφωνία Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρῐτής: -οῦ, ὁ, ἐλεγκτής, «δοκιμαστής» (Σουΐδ.), χρώμενος ἐπικριτῇ τῶν λεγομένων καὶ συμβούλῳ τῷ Μασσανάσσῃ, διὰ τὴν τῶν τόπων ἐμπειρίαν Πολύβ. 14. 3, 7.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπικριτής) επικρίνω
νεοελλ.
αυτός που επικρίνει («οι επικριτές της κυβερνήσεως»)
αρχ.
1. αυτός που αποφασίζει κάτι μετά από έλεγχο
2. (στην Αίγυπτο) ο υπάλληλος που διενεργεί την επίκριση.