Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επικρίνω

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

(AM ἐπικρίνω)
νεοελλ.
αποδοκιμάζω, κατηγορώ
αρχ.-μσν.
ξεχωρίζω, εκλέγωἐπεὶ δὲ συνέλθοιεν οἱ τριάκοντα, ἐπέκρινον ἐξ ἑαυτῶν ἕνα τὸν ἄριστον», Διόδ. Σικ.)
αρχ.
1. αποφαίνομαι για κάτι, καθορίζω κάτι μετά από έρευνα
2. (για δικαστική απόφαση) αναγνωρίζω, επικυρώνω
3. δικάζω, κρίνω
4. εκτιμώ, παίρνω υπ’ όψιν
5. κρίνω, τοποθετώ σε μια θέση.