ἐπικριτής
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἐπικριτοῦ, ὁ,
A adjudicator, arbiter, τῶν λεγομένων Plb.14.3.7.
II. in Egypt, examining magistrate (cf. ἐπίκρισις ΙΙ), PFay.27.3 (ii A.D.), PTeb.320.2 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 953] ὁ, Beurtheiler, Bestätiger, Pol. 14, 3, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρῐτής: ου ὁ судья, арбитр Polyb.
разрешимый (διαφωνία Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρῐτής: -οῦ, ὁ, ἐλεγκτής, «δοκιμαστής» (Σουΐδ.), χρώμενος ἐπικριτῇ τῶν λεγομένων καὶ συμβούλῳ τῷ Μασσανάσσῃ, διὰ τὴν τῶν τόπων ἐμπειρίαν Πολύβ. 14. 3, 7.
Greek Monolingual
ο (AM ἐπικριτής) επικρίνω
νεοελλ.
αυτός που επικρίνει («οι επικριτές της κυβερνήσεως»)
αρχ.
1. αυτός που αποφασίζει κάτι μετά από έλεγχο
2. (στην Αίγυπτο) ο υπάλληλος που διενεργεί την επίκριση.