ἔκτοσε

Revision as of 20:14, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Adv. outwards: c. gen., out of, ἔκτοσε χειρός Od.14.277.

Spanish (DGE)

1 adv. hacia afuera Hdn.Gr.1.499.
2 prep. de gen. de, fuera de δόρυ δ' ἔκβαλον ἔ. χειρός solté de mi mano la lanza, Od.14.277.

German (Pape)

[Seite 782] heraus; δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός Od. 14, 277.

French (Bailly abrégé)

adv.
hors de, gén. avec idée de mouvement.
Étymologie: ἐκτός, -σε.

Russian (Dvoretsky)

ἔκτοσε: praep. cum gen. из (ἐκβαλεῖν ἔ. χειρός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτοσε: ἐπίρρ. ἔξω, ἐκτός, μετὰ γεν., δόρυ δ’ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρὸς Ὀδ. Ξ. 277.

English (Autenrieth)

out of, w. gen., Od. 14.277†.

Greek Monolingual

ἔκτοσε (Α)
επίρρ. έξω, εκτός (με γεν.) («δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός», Οδ. ξ).

Greek Monotonic

ἔκτοσε: επίρρ., προς τα έξω· με γεν., έξω από, εκτός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[from ἐκτός
outwards: c. gen. out of, Od.