ἠμελημένως

Revision as of 20:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀμελέω, in a state of neglect, διάγειν Isoc.Ep.8.10; ἠ. ἔχειν X.Mem.3.11.4; ἐς προῦπτον κίνδυνον ἐκπέμπεσθαι Arr.Ind.20.3; with studied neglect, ἑαυτὴν ἠ. πως κοσμήσασα D.C.51.12; carelessly, Max.Tyr.28.5.

German (Pape)

[Seite 1164] adv. zum partic. perf. pass. von ἀμελέω, sorglos, nachlässig, Sp.; – vernachlässigt, ἠμ. ἔχειν Xen. Hem. 3, 11, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec négligence.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἀμελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἠμελημένως: небрежно, неаккуратно Xen., Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἠμελημένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀμελέω, ἀμελῶς, ἀφροντίστως, Ἰσοκρ. Ἐπ. 426C· ἠμ. ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4.

Greek Monolingual

ἠμελημένως (Α)
επίρρ. με αμέλεια, χωρίς φροντίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. ημελημένος του αμελούμαι].

Greek Monotonic

ἠμελημένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἀμελέω, αμελώς, αφρόντιστα, μη επιμελημένα, απρόσεκτα· ἠμελημένως ἔχειν, σε Ξεν.

Middle Liddell

[adverb part. perf. pass. of ἀμελέω,]
carelessly; ἠμ. ἔχειν Xen.