ὀψαρτυτής

Revision as of 21:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, cook, Hyp.Fr.259; ὀψαρτυταὶ καὶ μυροποιοί Phld.Mus.p.86 K.; used derisively of a gourmand, Timae.70.

German (Pape)

[Seite 432] ὁ, Speisenzubereiter, Koch; Pol. 12, 9, 4; Hyperid. bei Poll. 6, 37; Ath. XIV, 662.

Russian (Dvoretsky)

ὀψαρτῡτής: οῦ ὁ повар Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψαρτῡτής: -οῦ, ὁ, μάγειρος, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 7, Τίμαι. 70˙ ἐν χρήσει ἐμπαικτικῶς παρὰ Πολυβ. 12. 9, 4, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀψαρτυτής, ὁ (Α)
μάγειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + ἀρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»].