ὑληκοίτης

Revision as of 21:51, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ῡ], ου, ὁ, one who lodges in the wood, Hes.Op.529.

German (Pape)

[Seite 1177] ὁ, der Waldlagerer, Waldbewohner, Hes. O. 531.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui habite dans les bois.
Étymologie: ὕλη, κοίτη.

Russian (Dvoretsky)

ὑληκοίτης: ου (ῡ) ὁ обитатель леса Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ὑληκοίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν λόχμαις κοιταζόμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατοικεί στο δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ἀνεμο-κοίτης].

Greek Monotonic

ὑληκοίτης: -ου, ὁ, αυτός που στεγάζεται στα δάση, στις λόχμες, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὑλη-κοίτης, ου, ὁ,
one who lodges in the wood, Hes.