ὑπέργηρως

Revision as of 21:57, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ων, exceedingly old, of extreme age, Ph. 1.622, Babr. 47.1, Luc. DMort. 27.9, etc.; τὸ ὑ. extreme old age, A. Ag. 79 (anap.); past the age of service, PGiss. 59iv 14 (ii AD); prob. proparox.; sometimes ὑπέργηρος, ον, in codd. (so in Gloss.); pl. ὑπέργηροι Vett.Val. 350.19.

German (Pape)

[Seite 1193] überall, sehr alt, Aesch. Ag. 79 u. Sp., wie Luc. D. mort. 27, 9 D. Cass. 57, 17.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
extrêmement vieux ou ancien ; τὸ ὑπέργηρων ESCHL l'extrême vieillesse.
Étymologie: ὑπέρ, γῆρας.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέργηρως: ων чрезвычайно старый Babr., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέργηρως: (ὀρθότ. ὑπεργήρως), ων, ὁ, ἡ, τό, πάνυ γέρων, ἐσχατόγηρος, Βαρβ. 47. 1, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 9, κλπ. τό θ’ ὑπέργηρων, ἔσχατον γῆρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 79. Ἐνίοτε πλημμελῶς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὑπέργηρος, ον.

Greek Monotonic

ὑπέργηρως: -ων, πολύ γέρος, άνθρωπος, μεγάλης ηλικίας, σε Λουκ.· τὸὑπέργηρων, έσχατα γηρατειά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑπέρ-γηρως, ων,
exceeding old, of extreme age, Luc.: τὸ ὑπέργηρων extreme old age, Aesch.