ὑπέργηρος

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέργηρος Medium diacritics: ὑπέργηρος Low diacritics: υπέργηρος Capitals: ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ
Transliteration A: hypérgēros Transliteration B: hypergēros Transliteration C: ypergiros Beta Code: u(pe/rghros

English (LSJ)

ον, = ὑπεργήρως.

German (Pape)

[Seite 1193] = Folgdm, Luc. Demon. 63, v.l.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέργηρως, -ων, ΝΜΑ
ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων
τα βαθιά γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + -γηρος (< γῆρας), πρβλ. -γήρως / -γηρος, προ-γήρως.