ὄρφνινος

Revision as of 22:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

η, ον, = ὀρφνός, ὄ. χρῶμα a brownish grey colour, being mixed of black, red, and white (but with most black), Pl.Ti.68c, cf. Duris 31 J.; put by X. between πορφύρεος and φοινίκινος, Cyr.8.3.3:—the form ὄρφνιος occurs in Arist.Col.792a27, 794b5, Plu.2.565c, but is prob. corrupt.

German (Pape)

[Seite 389] = ὀρφνός, χρῶμα, eine aus schwarz, roth u. weiß gemischte Farbe; Plat. Tim. 68 c Xen. Cyr. 8, 3, 3 u. Sp., wie Orph. Arg. 968; Ath. XII, 535.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
sombre, foncé.
Étymologie: ὄρφνη.

Russian (Dvoretsky)

ὄρφνῐνος: темный (χρῶμα Plat., Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὄρφνῐνος: -η, -ον, = ὀρφνός, ὄρφνινον χρῶμα, μελαψὸν ἢ φαιὸν χρῶμα παραγόμενον ἐκ τῆς μίξεως μέλανος, ἐρυθροῦ καὶ λευκοῦ (ἀλλὰ τὸ πλεῖστον μέλανος), Πλάτ. Τίμ. 68C· ὅπερ ὁ Ξενοφ. θέτει μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ φοινικίνου, Κύρ. 8. 3, 3· ― ὁ τύπος ὄρφνιος ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. Χρωμ. 2.5, κ. ἀλλ., Πλούτ. 2. 565C, καὶ ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἀθην. 535F· ἀλλ’ ὁ τύπος ὄρφνινος εὕρηται ὡς διάφ. γραφ. καὶ πιθ. δέον πανταχοῦ νὰ ἀποκατασταθῇ.

Greek Monotonic

ὄρφνῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει τη μικτή απόχρωση καφέ και γκρίζου, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ὄρφνῐνος, η, ον [from ὄρφνη
brownish gray, Xen., etc.

English (Woodhouse)

brown, dark, gray, grey