ὑποσκαλεύω

Revision as of 22:06, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

stir up, τὸ πῦρ Ar.Ach.1014.

French (Bailly abrégé)

remuer avec une pelle ; πῦρ, attiser du feu.
Étymologie: ὑπό, σκαλεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσκᾰλεύω: разгребать, т. е. раздувать (τὸ πῦρ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσκᾰλεύω: σκαλεύω, σκαλίζω κάτωθεν, τὸ πῦρ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1014.

Greek Monolingual

Α
σκαλίζω κάτι λίγο ή αποκάτω («τὸ πῡρ ὑποσκάλευε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκαλεύω «ανασκαλεύω, ανακινώ»].

Greek Monotonic

ὑποσκᾰλεύω: σκαλίζω, συνδαυλίζω από κάτω, ανασκαλεύω, τὸ πῦρ, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to stir underneath, poke up, τὸ πῦρ Ar.