ὑφόρμισις
English (LSJ)
Russian (Dvoretsky)
ὑφόρμισις: εως ἡ якорная стоянка, пристань Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφόρμῑσις: ἡ, λιμήν, τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμησις Ἀνθ. Π. 7. 699.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α ὑφορμίζω
1. προσόρμιση πλοίου
2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι.
Greek Monotonic
ὑφόρμῐσις: ἡ, = το επόμ., σε Ανθ.