ὑπόλιχνος

Revision as of 22:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, somewhat lickerish or dainty, Luc.Icar.29.

German (Pape)

[Seite 1224] etwas lecker, naschhaft, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
quelque peu gourmand.
Étymologie: ὑπό, λίχνος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλιχνος: немного падкий до лакомств, любящий покушать (γένος τι ἀνθρώπων Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλιχνος: -ον, ὀλίγον τι λίχνος, λαίμαργος, Λουκ. Ἱκαρομέν. 29.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο κάπως λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λίχνος «λαίμαργος, λειχούδης»].

Greek Monotonic

ὑπόλιχνος: -ον, κάπως λιχούδης ή λαίμαργος, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑπό-λιχνος, ον,
somewhat lickerish or dainty, Luc.