ἡ
medic. cicatriz o concreción blanquecina del ojo, Gal.19.69 (aunque prob. por *αἰγλίς, -ίδος, v. RPh.58.1984.207-15; cf. αἴγλη y αἰγίς III, αἰγιάς 2).
ἀγλίη: «ἡ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπόλευκος οὐλή», Γαλην. Ἱππ. γλωσσ. ἐξηγ. τόμ. 19, σ. 69. ἔκδ. Kühn.