εὐθετῶ, -έω (ΑΜ) εύθετος1. ευθετίζω, διευθετώ2. είμαι κατάλληλος για κάτι («εὐθετεῖ πᾱσι χρῆσθαι» — είναι κατάλληλος για κάθε χρήση, Θεόφρ.)3. βρίσκομαι κάπου στην κατάλληλη περίσταση, είμαι πρόσφορος.