ευθετώ

Revision as of 09:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

εὐθετῶ, -έω (ΑΜ) εύθετος
1. ευθετίζω, διευθετώ
2. είμαι κατάλληλος για κάτι («εὐθετεῖ πᾱσι χρῆσθαι» — είναι κατάλληλος για κάθε χρήση, Θεόφρ.)
3. βρίσκομαι κάπου στην κατάλληλη περίσταση, είμαι πρόσφορος.