περιωθώ

Revision as of 09:46, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-έω, Α
1. σπρώχνω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί
2. παθ. περιωθοῦμαι
α) αποδιώχνομαι από μια θέση, εκτοπίζομαι («ἀσθενὲς ὂν περιωθεῖται ὑπὸ τοῦ βιαιοτέρου», Διον. Αλ.)
β) αποβάλλομαι, εξορίζομαι
γ) μτφ. χάνω την εύνοια κάποιου, περιφρονούμαι («μὴ τοῖς τῶνδε λόγοις περιωσθῶμεν ἐν ὑμῖν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὠθῶ «σπρώχνω»].