μεριμνῶ

Revision as of 14:35, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Mantoulidis Etymological

(=φροντίζω). Ἀπό τό ποιητ. μέρμηρα = μέριμνα. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό μείρομαι (=παίρνω μέρος). Ρίζα μερ- ἤ μαρ-.
Παράγωγα: μερίμνημα, μεριμνηματικός, μεριμνητής, μεριμνητικός.