συρίττω

Revision as of 14:38, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. συρίζω. σύρῐχος, ὁ, v. ὑριχός. συρκίζω, Aeol. for σαρκάζω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1040] = att. συρίζω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἐσύριττον;
att. c. συρίζω.

Russian (Dvoretsky)

σῡρίττω: атт. = συρίζω I.

Greek (Liddell-Scott)

σῠρίττω: ἴδε συρίζω.

Greek Monotonic

σῠρίττω: μεταγεν. Αττ. τύπος του συρίζω.

Mantoulidis Etymological

(=παίζω αὐλό, σφυρίζω). Ἀπό τό σῦριγξ -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συρίγγιον (ὑποκορ.), σύριγμα, συριγμός, σύρισμα, συρικτής, συρικτήρ, συριστής, συριστική (ἐνν. τέχνη).