σύρισμα
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
[ῡ], ατος, τό, and συρ-ισμός, ὁ, later forms of σύριγμα, -μός; the former in Hsch. s.v. ἄσθμα, the latter in LXX Jd.5.16, al., Luc. Anach.32.
German (Pape)
[Seite 1040] τό, = σύριγμα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύρισμα: τό, καὶ σῡρισμός, ὁ, μεταγεν. τύποι τοῦ σύριγμα, -μός, τὸ πρῶτον παρ’ Ἡσυχ., Βασιλ.· τὸ δεύτερον ἐν Λουκ. Ἀναχάρσ. 32, Νόνν.
Greek Monolingual
το, ΝΑ
βλ. σύριγμα.