θέριστρον

Revision as of 08:25, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

τό,= θερίστριον (light summer garment), LXXGe.24.65, al., PPetr.1p.37 (iii B.C.), AP6.254 (Myrin.), Ph.1.666. II sickle, LXX 1 Ki.13.20(v.l.).

German (Pape)

[Seite 1201] τό, das Sommerkleid, ein leichtes, schleierartiges Kopftuch, Theocr. 15, 69, vgl. Myrin. 2 (VI, 254) τἀκ κόκκου βαφθέντα καὶ ὑσγίνοιο θέριστρα; Eubul. bei Schol. Il. 16, 234 u. Sp. – Bei LXX. = θεριστήριον.

Russian (Dvoretsky)

θέριστρον: τό Anth. = θερίστριον.

Greek (Liddell-Scott)

θέριστρον: τό, = τῷ προηγ., Ἀλκαῖος 4, Ἀνθ. Π. 6. 254, Ἑβδ. (Γέν. ΚΔ΄, 65, ΛΗ΄, 14) Φίλων 1. 666.

Greek Monolingual

θέριστρον, το (Α)
1. το θερίστριον
2. δρεπάνι, θεριστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα -τρον (πρβλ. άροτρον, ζύγαστρον)].