τετραπρόσωπος

Revision as of 15:05, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον, with four faces or fronts, βωμός Plu. 2.308a; ἀριθμός, of the τετράς, Herm. in Phdr.p.107 A.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Gesichtern, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre visages.
Étymologie: τέσσαρες, πρόσωπον.

Russian (Dvoretsky)

τετραπρόσωπος: четвероликий (βωμός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα πρόσωπα ἢ μέτωπα, βωμὸς Πλούτ. 2. 308Α˙ ὅρασιν ζῴου τετραπροσώπου Ἀθαν. Τ. 2, σ. 100D.

Spanish

de cuatro caras

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. διπρόσωπος.

Léxico de magia

-ον de cuatro caras de Hécate-Selene-Ártemis τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, πολυώνυμε, Μήνην, ... τετραπρόσωπε θεά por ello te llaman Hécate, que tienes muchos nombres, Mene, diosa de cuatro caras P IV 2817 del Demon Bueno ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ ... καθημένου ἐπὶ τῆς ἀκρουραίας κεφαλῆς τοῦ Ἀγαθοῦ Δαίμονος παντοκράτορος, τετραπροσώπου δαίμονος ὑψίστου te conjuro por el que está sentado sobre la cabeza de cola de serpiente del Demon Bueno todopoderoso, demon supremo de cuatro caras P XIV 9