ποτόν

Revision as of 15:10, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

German (Pape)

[Seite 690] τό, das, was man trinkt, der Trank; κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, Il. 1, 470 u. öfter; ἄκρητον θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες, Od. 2, 341; Aesch. Pers. 607 Eum. 665; übh. das Naß, Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ, Pers. 479; Soph. u. Eur. oft, ποτὸν κρηναῖον, Quelle, Soph. Phil. 21; vgl. Meineke Theocr. 13, 46; u. in Prosa, σιτία καὶ ποτά, Plat. Prot. 334 a u. öfter, wie Xen., vgl. An. 2, 3, 27. 7, 1, 33 Mem. 2, 1, 33; Folgde.

Spanish

bebida

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτὶ τον, Α
(λακων. τ.) προς τον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πο(τ) τον < ποτί με αποκοπή πριν από το άρθρο τον].

Russian (Dvoretsky)

ποτόν: τό
1) питье, напиток (σῖτα καὶ ποτά Her.): τῷ ποτῷ χρησάμενος Her. напившись (вина);
2) влага, вода (Σκαμάνδρου π. Aesch.; π. κρηναῖον Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτόν, τό zie ποτός.

English (Woodhouse)

drink, water for drinking

Léxico de magia

τό bebida λαβὼν σφηκαλέοντας τοὺς ἐν τῇ ἀράχνῃ, λειώσας ἐπὶ π. δὸς πεῖν toma avispas-león que estén en una tela de araña, machácalas en una bebida y dalas a beber P XIII 320 βάλε ἅλατος καὶ οἰνομέλιτος δύο χοίνικας ποιῶν ποτόν echa dos quénices de sal y vino con miel y haz una bebida P LXIII 4