χρησάμενος

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. ao. de χράομαι.

Greek Monolingual

ο, Ν
(νομ.) ο ένας από τους δύο συμβαλλομένους σε χρησιδάνειο, εκείνος που αναλαμβάνει από τον χρήστη τη δωρεάν χρήση πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. της μτχ. παθ. αορ. του ρ. χρῶ (ΙΙ)].

Russian (Dvoretsky)

χρησάμενος: part. aor. 1 к χράομαι I.