subs.
P. ἱστουργία, ἡ, ἡ ὑφαντική, P. and V. ὑφαί, αἱ (Plat.).
Woven fabric: P. and V. ὑφαί, αἱ (Plat.), ὕφασμα, τό, πλοκή, ἡ (Plat.), V. ἐξύφασμα, τό.
Of weaving, adj.: P. ὑφαντικός.