ἱστουργία
From LSJ
τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
English (LSJ)
ἡ, weaving, Pl.Smp. 197b, Alciphr.3.41.
German (Pape)
[Seite 1271] ἡ, das Weben, Plat. Conv. 197 a u. öfter bei Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
tissage.
Étymologie: ἱστουργός.
Russian (Dvoretsky)
ἱστουργία: ἡ ткачество Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστουργία: ἡ τέχνη τοῦ ἱστουργοῦ, ὑφαντική, Πλάτ. Συμπ. 197Α, Ἀλκίφρων 3. 41.
Greek Monolingual
ἱστουργία, ἡ (Α) ιστουργός
η τέχνη του ιστουργού, η υφαντική.
Greek Monotonic
ἱστουργία: ἡ, υφαντική (τέχνη), σε Πλάτ.