πεπερασμενάκις

Revision as of 12:06, 22 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ᾰ], a definite number of times, τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα = and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite, Arist.APo.82b32.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλειστ-άκις)].

Russian (Dvoretsky)

πεπερασμενάκις: adv. определенное число раз Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πεπερασμενάκις: πεπερασμένως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 21, 5.