κόντιλος

Revision as of 21:37, 22 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "sens. obsc." to "sens. obsc.")

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κοντός (A) (sens. obsc.), Eup.334.

Greek (Liddell-Scott)

κόντῐλος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοντὸς (μετ’ αἰσχρᾶς σημασ.), Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 43· πρβλ. Κραμήρ. Ἀνέκδ. Παρ. 4. 76.

Greek Monolingual

κόντιλος, ὁ (Α)
(υποκορ. του κοντός) κοντούλης, κοντούτσικος, μικρούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + κατάλ. -ιλος (πρβλ. στρόβ-ιλος < στρόβος)].