κόντιλος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κοντός (A) (sens. obsc.), Eup.334.
Greek (Liddell-Scott)
κόντῐλος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοντὸς (μετ’ αἰσχρᾶς σημασ.), Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 43· πρβλ. Κραμήρ. Ἀνέκδ. Παρ. 4. 76.
Greek Monolingual
κόντιλος, ὁ (Α)
(υποκορ. του κοντός) κοντούλης, κοντούτσικος, μικρούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + κατάλ. -ιλος (πρβλ. στρόβ-ιλος < στρόβος)].