αΐδρυτος

Revision as of 12:58, 7 November 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀΐδρυτος και ἀνίδρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος, άνεστιος
2. ασταθής, μεταβαλλόμενος, άστατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (ν)- στερητ. + ἱδρύω.