δύσογκος

Revision as of 13:00, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")

English (LSJ)

ον, overheavy, burdensome, πλοῦτος Plu.Aem.12.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de transportar, demasiado pesado πλοῦτος Plu.Aem.12.

German (Pape)

[Seite 685] lästig, πλοῦτος Plut. Aemil. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très lourd.
Étymologie: δυσ-, ὄγκος.

Russian (Dvoretsky)

δύσογκος: непомерно тяжелый, обременительный (πλοῦτος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσογκος: -ον, παραπολὺ βαρύς, ὀχληρός, πλοῦτος Πλούτ. Αἰμιλ. 12.

Greek Monolingual

δύσογκος, -ον (Α)
πάρα πολύ βαρύς.

Greek Monotonic

δύσογκος: -ον, υπερβολικός σε όγκο, φορτικός, ασήκωτος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δύσ-ογκος, ον
over heavy, burdensome, Plut.