διείρομαι

Revision as of 13:00, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τινά τι" to "τινά τι")

English (LSJ)

A v. διέρομαι.

Spanish (DGE)

v. διέρομαι.

German (Pape)

[Seite 618] u. διειρύω, s. διέρομαι u. διερύω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
demander : τι, qch ; τινά τι, qch à qqn.
Étymologie: διά, εἴρομαι.
2Pass. de διείρω.

English (Autenrieth)

inquire of or question fully, τὶ, and τινά τι.

Greek Monotonic

διείρομαι: απαρ. αορ. βʹ δι-ερέσθαι, ανακρίνω, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διείρομαι:
I med.-pass. к διείρω.
II и διέρομαι расспрашивать (τινά τι Hom.).

Middle Liddell

aor2 inf. δι-ερέσθαι
to question closely, Hom., Plat.