λυκόω

Revision as of 16:32, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

(λύκος) tear like a wolf:—Pass., to be torn by wolves, πρόβατα λελυκωμένα X.Cyr.8.3.41.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dévorer en parlant d'un loup ; Pass. être dévoré par un loup ou par des loups.
Étymologie: λύκος.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκόω: (λύκος) κατασπαράττω ὡς λύκος· ― Παθ., κατασπαράττομαι ὑπὸ λύκων, πρόβατα λελυκωμένα Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 41· μεταβάλλομαι εἰς λύκον, Θ. Στουδ. σ. 780, ἔκδ. Mi.

Greek Monotonic

λῠκόω: (λύκος), κατασπαράζω σαν λύκος· Παθ., κατασπαράζομαι από λύκους, πρόβατα λελυκωμένα, σε Ξεν.

Middle Liddell

λῠκόω, λύκος
to tear like a wolf:—Pass. to be torn by wolves, πρόβατα λελυκωμένα Xen.

German (Pape)

wie ein Wolf anfallen, zerreißen, τῶν προβάτων λελυκωμένα, vom Wolfe zerrissene Schafe, Xen. Cyr. 8.3.16, vgl. λυκόβρωτος.