κατασπαράζω
From LSJ
Greek Monolingual
κατασπαράζω (AM κατασπαράσσω Α και κατασπαράττω)
σπαράζω άγρια, καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τον κατασπάραξαν τα άγρια θηρία»).
κατασπαράζω (AM κατασπαράσσω Α και κατασπαράττω)
σπαράζω άγρια, καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τον κατασπάραξαν τα άγρια θηρία»).