νυγμή

Revision as of 16:33, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, = νυγμός (pricking sensation, irritation, prickings), Plu.Ant.86. 2 dot, in punctuation, Dosith.p.380 K.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.

Russian (Dvoretsky)

νυγμή:укол Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νυγμή: ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Ἀντών. 86. 2) Καθ’ Ἡσύχ.: «νυγμή. κέντρον».

Greek Monolingual

νυγμή, ἡ (Α)
1. νυγμός
2. (στη στίξη) η στιγμή, η τελεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μη].

Greek Monotonic

νυγμή: ἡ (νύσσω), κέντρισμα, τσίμπημα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

νυγμή, ἡ, νύσσω
a pricking, puncture, Plut.

German (Pape)

ἡ, das Stechen, der Stich, Plut. Ant. 86; nach Hesych. auch = κέντρον.