νιτρία

Revision as of 16:33, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, soda-pit, PPetr.3p.60 (iii B.C.), Str.17.1.23.

Greek (Liddell-Scott)

νιτρία: ἡ, ὄρυγμα ἐξ οὗ ἐξορύττεται νίτρον, Στράβ. 803: ἐντεῦθεν τὸ παρὰ τὴν Μώμεμφιν διαμέρισμα ἐκαλεῖτο νομὸς Νιτριώτης, αὐτόθι.

Greek Monolingual

νιτρία, ἡ (Α)
τόπος όπου εξορύσσεται νίτρο, ορυχείο νίτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + κατάλ. -ία (πρβλ. -μυρτία)].

German (Pape)

ἡ, ein Ort, wo νίτρον gegraben wird, Strab. (?).