ου, ὁ, = ἥπατος, Xenocr. ap. Orib.2.58.27.
μαζέας, ὁ (Α)το ψάρι ήπατος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μαζός (II)].
ὁ, = μάζινος, Epicharm. bei Ath. VII.322a.