διολκή

Revision as of 16:36, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, (διέλκω) A drawing away, διολκὴν εἰς τἀναντία γίνεσθαι Phld.Mus.p.35 K.; extraction of the foetus, Sor.2.62 (pl.). II diversity of opinion, S.E.M.8.322, Numen. ap. Eus.PE14.5.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 movimiento διολκὴν εἰς τἀν αντία γίνεσθαι ἀπ' ἐναντίων Phld.Mus.p.78v.K., πρὸς τὰ ἐναντία δ. τῶν στοιχείων Basil.Hex.1.11.
2 extracción τοῦ ἐμβρύου Sor.141.1.
3 retraso, demora ἵνα ... ἀπὸ τοῦ νῦν μηδεμία πρόφασις ... διολκῆς καταλείπηται PFam.Teb.24.93 (II d.C.), ἡ γὰρ δ. γέγονεν ἐν τῷ ... PMich.486.8 (II d.C.).
4 fig. diversidad de interpretación, posibilidad de discusión τὸ πρόδηλον ... οὐδεμίαν διολκὴν ἐπιδέχεται S.E.M.8.322, πολλὴν δὲ ἔχει τὰ ζητούμενα πράγματα διολκήν Origenes Cels.3.12, c. gen. τῶν δογμάτων Numen.24.64.

Russian (Dvoretsky)

διολκή: ἡ досл. расхождение, разброд, перен. недоумение (εἰς διολκὴν πίπτειν Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

διολκή: ἡ, (διέλκω) διαφορὰ γνώμης, διχογνωμία, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 322.

Greek Monolingual

διολκή, η (Α) ολκή
διχογνωμία.

German (Pape)

ἡ, das Durchziehen, bes. Verdrehen eines Satzes, Sext.Emp. adv.Math. 8.322.