διέλκω
English (LSJ)
fut. διελκύσω: aor.
A -είλκῠσα Ar.Pl. 1036, Pl.R. 440a:—tear asunder, open wide, τοὺς ὀφθαλμούς Pl.l.c.; τὸ στόμα D.L.7.20.
2 metaph. in Pass., diverge, vary, of Ms. readings, τὸ… παντὸς διέλκεται κατὰ τὰ ἀντίγραφα Demetr.Lac.1012.23F.
II pull through, διὰ δακτυλίου Ar. l.c.; βρόχῳ Hp.Aff. 5.
2 haul ships across an isthmus, D.S.4.56.
III of time, in Pass., to be protracted, Plb.31.18.4:—Act., δ. βίον drag on life, Plu.2.1033d; δ. τὸν φόρον postpone payment of a tax, BGU1116.21 (i B. C.), cf. 1120.35 (i B. C.):—Med., procrastinate, 2dual aor. διηλκύσασθον Hsch.
IV continue drinking, Ar.Pax1131 (where others supply τὸν βίον), cf. Fr.109 (dub.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. διείλκυσα Ar.Pl.1036, Pl.R.440a, part. διήλκυσα Hsch.δ 1745, v. med. imperat. διηλκύσασθον Hsch., v. pas. part. διελκυσθεῖσα A.R.4.35; perf. διείλκυκα PTeb.711.8 (II a.C.)]
A tr.
I c. mov. en una direcc.
1 hacer pasar διὰ δακτυλίου ... ἐμέ γ' ἂν διελκύσαις podrías pasarme a través de un anillo Ar.l.c., ἄνω τε καὶ κάτω τὸ πέος διέλκεις πυκνότερον Κορινθίων haces pasar la polla de un lado a otro más veces que los corintios (sus barcos a través del istmo), Ar.Th.648.
2 arrastrar, tirar de τὴν ναῦν D.S.4.56, cf. SB 7173.15 (II d.C.), en v. pas. ἐξαιρέεται δὲ βρόχῳ διελκόμενος ἐς τὸ στόμα ἐκ τῆς ῥινός se extirpa (el pólipo) con un lazo tirando de él desde la nariz hacia la boca Hp.Aff.5, αἱ τρίχες ... μὴ διελκόμεναι μετὰ βίας Asclep. en Gal.12.411, fig. τὰ διέλκοντα αὐτὴν (τὴν ψυχήν) λάθρα πάθη Gr.Nyss.Instit.55.9
•llevar a rastras en v. pas. ἀφνειοῖο διελκυσθεῖσα δόμοιο ληιάς A.R.l.c.
•fig. τὸν ὅλον βίον ... διελκύσαι llevar a rastras o con esfuerzo toda su vida Chrysipp.Stoic.3.176
•empujar διελκύσας τὸ ξίφος εἰς τὴν κάτω γαστέρα ῥήγνυσι Ach.Tat.3.15.4.
3 abs. beber de un trago πρὸς πῦρ διέλκων μετ' ἀνδρῶν ἑταίρων φίλων Ar.Pax 1131, cf. Fr.111.
4 demorar, retrasar en el tiempo, el pago de sumas debidas μηδὲ δ. τὸν κατὰ μῆ(να) φόρον BGU 1116.21 (I a.C.), cf. 1120.35 (I a.C.), PTeb.711.8 (II a.C.).
II c. mov. en dos o más direcciones
1 abrir totalmente τοὺς ὀφθαλμούς Pl.R.440a, τὸ στόμα D.L.7.20.
2 contraer en v. pas. τῶν προσώπων τὸ διειλκυσμένον la contracción del rostro Ach.Tat.3.15.3.
3 desgarrar, descuartizar τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ 1Ep.Clem.46.7, en v. pas. μανικώτερον ἢ Πενθεῖ τινι προσῆκε διελκόμενος Numen.24.71, παρθένοι Gr.Naz.M.35.1216A
•arrastrar en sentidos opuestos fig., en v. pas. debatirse ὑπὸ πόθου καὶ πνεύματος Gr.Naz.M.35.848A
•partir en dos, escindir en v. pas. ἡ φύσις αὐτοῦ (τοῦ σημείου) S.E.M.8.177.
B intr. en v. med.-pas.
I de tiempo
1 demorarse, retrasarse διελκομένου δὲ τούτου (τοῦ χρηματισμοῦ) UPZ 145.7 (II a.C.), διείλκετο τὰ περὶ τοῦ δικαστηρίου D.S.15.8, διηλκύσασθον· διετρίψασθε Hsch.
2 prolongarse διελκομένων τῶν διαβουλίων como los debates se prolongaban Plb.28.2.4, τοῦ χρόνου διελκομένου como el tiempo transcurría Plb.31.18.4.
II filol., de las lecturas de los manuscritos divergir, variar τὸ μὲν γὰρ ‘παντός’ διέλκεται κατὰ τὰ ἀντίγραφα Demetr.Lac.Herc.1012.38.2.
French (Bailly abrégé)
ao. διείλκυσα, de *διελκύω;
1 (διά, avec idée de séparation) écarter : δ. ὀφθαλμούς PLAT ouvrir de grands yeux;
2 (διά, à travers) tirer à travers;
3 (διά, jusqu'au bout) tirer jusqu'au bout : δ. βίον PLUT mener la vie jusqu'au bout.
Étymologie: διά, ἕλκω.
German (Pape)
= διελκύω.
Russian (Dvoretsky)
διέλκω: (aor. διείλκῠσα)
1 растягивать, широко раскрывать (τοὺς ὀφθαλμούς Plat.);
2 протаскивать, продевать (διὰ δακτυλίου τινά Arph.);
3 перетаскивать (ἄνω καὶ κάτω τι Arph.; κατὰ τόπον τινὰ τὴν ναῦν Diod.);
4 тянуть, влачить (τὸν ὅλον βίον οὕτω διελκύσαι Plat.);
5 тянуть, затягивать (τοῦ χρόνου διελκομένου Polyb.);
6 ирон. потягивать (вино), попивать (μετ᾽ ἀνδρῶν ἑταίρων φίλων Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
διέλκω: μέλλ. διελκύσω· ἀόρ. -είλκῠσα Ἀριστοφ. Πλ. 1036, Πλάτ. Πολ. 440Α· ― εὐρύνω, ἀνοίγω, τοὺς ὀφθαλμοὺς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸ στόμα Διογ. Λ. 7. 20. ΙΙ. ἕλκω, σύρω διὰ μέσου, διὰ δακτυλίου Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) σύρω πλοῖα διὰ τοῦ ἰσθμοῦ, Διόδ. 4. 56· πρβλ. διισθμίζω. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐπιμηκύνω, ἐπεκτείνω, Πολύβ. 31. 26, 4· δ. βίον, σύρω τὸν βίον, ζῶ, Πλούτ. 2. 1033D. IV. ἐξακολουθῶ πίνων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1131 (ἔνθα ἕτεροι ὑπονοοῦσι τό: τὸν βίον), πρβλ. Ἀποσπ. 163.
Greek Monolingual
διέλκω (Α) έλκω
1. ανοίγω διάπλατα
2. σέρνω, τραβώ μέσα από κάτι ή κάπου
3. τραβώ πλοία στην ξηρά
4. τραβώ, κινώ πάνω κάτω
5. συνεχίζω να πίνω, το τσούζω
6. παθ. (για χρόνο) παρατείνω
7. παθ. (για ανάγνωση χειρογράφων) διαβάζομαι ξεχωριστά, διαχωρίζομαι
8. μέσ. αναβάλλω
9. φρ. α) «διέλκω (βίον)» — περνώ τη ζωή
β) «διέλκω φόρον» — καθυστερώ την πληρωμή φόρου.
Greek Monotonic
διέλκω: μέλ. -ελκύσω, αόρ. αʹ -είλκῠσα·
I. χαίνω, χάσκω, ανοίγω, σε Πλάτ.
II. έλκω, σύρω κάτι διαμέσου, με γεν., σε Αριστοφ.
III. εξακολουθώ να πίνω, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -ελκύσω aor1 -είλκῠσα
I. to draw asunder, widen, Plat.
II. to pull through a thing, c. gen., Ar.
III. to keep on drinking, Ar.