διολκή
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ἡ, (διέλκω)
A drawing away, διολκὴν εἰς τἀναντία γίνεσθαι Phld.Mus.p.35 K.; extraction of the foetus, Sor.2.62 (pl.).
II diversity of opinion, S.E.M.8.322, Numen. ap. Eus.PE14.5.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 movimiento διολκὴν εἰς τἀν αντία γίνεσθαι ἀπ' ἐναντίων Phld.Mus.p.78v.K., πρὸς τὰ ἐναντία δ. τῶν στοιχείων Basil.Hex.1.11.
2 extracción τοῦ ἐμβρύου Sor.141.1.
3 retraso, demora ἵνα ... ἀπὸ τοῦ νῦν μηδεμία πρόφασις ... διολκῆς καταλείπηται PFam.Teb.24.93 (II d.C.), ἡ γὰρ δ. γέγονεν ἐν τῷ ... PMich.486.8 (II d.C.).
4 fig. diversidad de interpretación, posibilidad de discusión τὸ πρόδηλον ... οὐδεμίαν διολκὴν ἐπιδέχεται S.E.M.8.322, πολλὴν δὲ ἔχει τὰ ζητούμενα πράγματα διολκήν Origenes Cels.3.12, c. gen. τῶν δογμάτων Numen.24.64.
German (Pape)
ἡ, das Durchziehen, bes. Verdrehen eines Satzes, Sext.Emp. adv.Math. 8.322.
Russian (Dvoretsky)
διολκή: ἡ досл. расхождение, разброд, перен. недоумение (εἰς διολκὴν πίπτειν Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
διολκή: ἡ, (διέλκω) διαφορὰ γνώμης, διχογνωμία, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 322.
Greek Monolingual
διολκή, η (Α) ολκή
διχογνωμία.